χαλκεία

χαλκεία
χαλκ-εία, ,
A smith's work, Hp.Art.53; opp. τεκτονική (joiner's work), Pl.Prt.324e, cf. Smp.197b.
II smithy, forge, HeroBel.98.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαλκεία — χαλκείᾱ , χάλκειος of copper fem nom/voc/acc dual χαλκείᾱ , χάλκειος of copper fem nom/voc sg (attic doric aeolic) χαλκείᾱ , χαλκεία smith s work fem nom/voc/acc dual χαλκείᾱ , χαλκεία smith s work fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκείᾳ — χαλκείᾱͅ , χάλκειος of copper fem dat sg (attic doric aeolic) χαλκείᾱͅ , χαλκεία smith s work fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκεία — Γιορτή των αρχαίων Αθηναίων, που αποσκοπούσε στην απόδοση τιμής, στον Ήφαιστο και στην Αθηνά Εργάνη. Η γιορτή αυτή, που ήταν στους παλαιότερους χρόνους ιδιαίτερα δημοφιλής, άρχισε να παρακμάζει τον 4o αι. π.Χ. και τελικά την τηρούσαν μόνο όσοι… …   Dictionary of Greek

  • χαλκεῖα — χαλκεῖον cauldron neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλκεια — χάλκειος of copper neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκείας — χαλκείᾱς , χάλκειος of copper fem acc pl χαλκείᾱς , χάλκειος of copper fem gen sg (attic doric aeolic) χαλκείᾱς , χαλκεία smith s work fem acc pl χαλκείᾱς , χαλκεία smith s work fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκείαν — χαλκείᾱν , χάλκειος of copper fem acc sg (attic doric aeolic) χαλκείᾱν , χαλκεία smith s work fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Chalkeia — Χάλκεια Limnopoula, Kato Vasiliki Location …   Wikipedia

  • Паллада Aфина — (Παλλάς Άθηνά, Άθηναία, Άθηναίη, Άθηνάα, Άθανάα, Άθηνη, Άθάνα, Άσάνα) древнегреческая богиня, принадлежала к числу верховных божеств и почиталась на всем протяжении древнеэллинского миpa. В Аркадии (Άθηνά Άλέα), в Беотии (Ίτωνία Παλλάς), в Аттике …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Паллада Афина — (Παλλάς Άθηνά, Άθηναία, Άθηναίη, Άθηνάα, Άθανάα, Άθηνη, Άθάνα, Άσάνα) древнегреческая богиня, принадлежала к числу верховных божеств и почиталась на всем протяжении древнеэллинского мира. В Аркадии (Άθηνά Άλέα), в Беотии (Ίτωνία Παλλάς), в Аттике …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Chalkia — Stadtgemeinde Chalkia (1994–2010) Δήμος Χάλκειας (Χάλκεια) …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”